οκτάεδρο(ν)

οκτάεδρο(ν)
το восьмигранник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οκτάεδρο(ν)" в других словарях:

  • οκτάεδρος — και οχτάεδρος, η, ο (Α ὀκτάεδρος, ον) 1. αυτός που έχει οκτώ έδρες 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάεδρο γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες νεοελλ. φρ. «κανονικό οκτάεδρο» μαθ. ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα, που έχει οκτώ έδρες οι οποίες είναι… …   Dictionary of Greek

  • οκταεδρίτης — ο 1. (ορυκτ.) το ορυκτό ανατάσης 2. (πετρογρ.) σιδηρομετεωρίτης με περιεκτικότητα 6% 11 % σε νικέλιο και με οκταεδρική κρυσταλλική μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. octahedrite (< οκτάεδρο + κατάλ. ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • οκταεδρικός — ή, ό (Α ὀκταεδρικός, όν) [οκτάεδρος] αυτός που έχει σχήμα οκταέδρου αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀκταεδρικόν γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ έδρες, το οκτάεδρο …   Dictionary of Greek

  • πλατωνικός — ή, ό / πλατωνικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πλάτων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του σύστημα («πλατωνικοί διάλογοι») 2. (για πρόσ.) αυτός που ακολουθεί τη φιλοσοφία τού Πλάτωνος («πλατωνικός φιλόσοφος») νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • τρισοκτάεδρο — το, Ν (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο κυβικό σύστημα και αποτελείται από 24 έδρες, σχήματος η καθεμία ισοσκελούς τριγώνου, οι οποίες ανά τρεις καλύπτουν τη θέση μιας οκταεδρικής έδρας, αλλ. πυραμιδοσκεπές οκτάεδρο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάεδρο — Στερεό που έχει δώδεκα έδρες. Αν οι έδρες αυτές είναι κανονικά πεντάγωνα και οι στερεές γωνίες τους είναι ίσες μεταξύ τους, τότε το δ. ονομάζεται κανονικό. Ανάμεσα στα άπειρα πολύεδρα του χώρου, υπάρχουν πέντε κανονικά. To κανονικό δ. είναι ένα… …   Dictionary of Greek

  • Κέπλερ, Γιοχάνες — (Johannes Kepler, Βάιλ, Βυρτεμβέργη 1571 – Ρέγκενσμπουργκ 1630). Γερμανός αστρονόμος και φυσικός φιλόσοφος. Σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο Τίμπινγκεν. Εκεί επηρεάστηκε από τον καθηγητή μαθηματικών Μίκαελ Μέστλιν, υποστηρικτή της ηλιοκεντρικής …   Dictionary of Greek

  • πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος …   Dictionary of Greek

  • οκτάεδρος — οκτάεδρος, η, ο και οχτάεδρος, η, ο 1. αυτός που έχει οχτώ έδρες. 2. ως ουσ., οκτάεδρο, το το στερεομετρικό σχήμα με οχτώ επιφάνειες (έδρες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»